μετεκπαίδευση — η συμπληρωματική εκπαίδευση μετά το τέλος των κανονικών σπουδών: Πήγε στο εξωτερικό για μετεκπαίδευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… … Dictionary of Greek
Αναστασόπουλος, Ανδρέας — (Τεμένη Αιγίου1874 – 1948). Αρχίατρος του ελληνικού στρατού. Διδάκτορας του Εθνικού Πανεπιστημίου από το 1894, κατατάχθηκε στον στρατό μετά τον πόλεμο του 1897 και στάλθηκε αργότερα (1905) στη Γερμανία για μετεκπαίδευση. To 1908 διορίστηκε… … Dictionary of Greek
Βερναρδάκης — Επώνυμο τριών αδελφών από τη Μυτιλήνη, που ασχολήθηκαν με τις επιστήμες και τα γράμματα. 1. Αθανάσιος (1844 – 1912). Οικονομολόγος, λόγιος και συγγραφέας. Σπούδασε πολιτική οικονομία στο Παρίσι (1866 70) και κατόπιν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου … Dictionary of Greek
Γρηγορίνης, Γεράσιμος — (Ληξούρι 1766 – 1824).Λόγιος και γιατρός. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκε στην Κεφαλονιά και έπειτα φοίτησε σε σχολεία της Σμύρνης και της Πάτμου. Αργότερα δίδαξε στο Βουκουρέστι, ενώ παράλληλα ήταν δάσκαλος στην οικογένεια του ηγεμονεύοντα… … Dictionary of Greek
Λάσκαρης, Νικόλαος — (Αθήνα 1868 – 1945). Νομικός και θεατρικός συγγραφέας. Το 1888 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη συνέχεια μετέβη στο Παρίσι για μετεκπαίδευση, αλλά τελικά προτίμησε να φοιτήσει στη θεατρική σχολή του ωδείου της… … Dictionary of Greek
Μακρής — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 και των μεταγενέστερων εθνικών αγώνων, από το Μεσολόγγι. 1. Γεώργιος (1800 – 1825). Γιος του Ιωάννη (6.). Έπεσε κατά τη Β’ πολιορκία του Μεσολογγίου (1825). 2. Δημήτριος (Γαβαλού Αιτωλοακαρνανίας 1772 –… … Dictionary of Greek
μενεστρέλ(ος) — Αυλικός μουσικός και τραγουδιστής του ύστερου Μεσαίωνα. Τραγουδούσε και απήγγελλε ποιήματα συνοδεία βιέλας ή άλλου έγχορδου οργάνου, τα οποία είτε συνέθετε ο ίδιος είτε οι τροβαδούροι. Αν και αρχικά συσχετιζόταν με τον ζογκλέρ, στην ουσία διέφερε … Dictionary of Greek
Μπότσαρης — Σουλιώτικη οικογένεια αρματολών και αγωνιστών, οι οποίοι διακρίθηκαν στους τοπικούς πολέμους κατά του Αλή πασά και κατά την Επανάσταση. Αποτελούσαν ξεχωριστή φάρα εγκατεστημένη σε ιδιαίτερο χωριό, κοντά στη σημερινή Λάκκα Μπότσαρη και ήταν, μαζί… … Dictionary of Greek
Ουβάροφ, Σεργκέι Σεμιόνοβιτς — (Count Sergey Semyonovich Uvarov, 1786 – 1855). Ρώσος πολιτικός και συγγραφέας. Διετέλεσε αρχικά επιθεωρητής εκπαίδευσης στην περιφέρεια της Αγίας Πετρούπολης. Ήταν μέλος της λογοτεχνικής εταιρείας Αρζαμάς και, από το 1818 έως τον θάνατό του,… … Dictionary of Greek